διαστραμμένος

διαστραμμένος
η , ο испорченный, развращённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαστραμμένος" в других словарях:

  • διαστρέφω — διάστρεψα και διέστρεψα, διαστράφηκα, διαστραμμένος και διεστραμμένος, μτφ. 1. διαστρεβλώνω, παραμορφώνω: Πάντα διαστρέφει τα γεγονότα με τη φαντασία του. 2. διαφθείρω: Η παρέα μαζί του θα σε διαστρέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»